- υπευδιον
- ὑπεύδιονὑπ-εύδιοντό относительное спокойствие, довольно спокойное состояние
(τῆς θαλάσσης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς θαλάσσης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπεύδιον — neut nom/voc/acc sg ὑπεύδιος under the calm sky masc/fem acc sg ὑπεύδιος under the calm sky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπευδίοις — ὑπεύδιον neut dat pl ὑπεύδιος under the calm sky masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεύδια — ὑπεύδιον neut nom/voc/acc pl ὑπεύδιος under the calm sky neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεύδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ήσυχο ουρανό, στον ήρεμο αέρα («ὑπεύδιοι [αἱ γέρανοι] φορέονται», Άρατ.) 2. κάπως ήρεμος, αρκετά ήρεμος (α. «ὑπεύδιος καὶ λεία θάλασσα», Αιλ.) 3. φρ. «τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάσσης» αρκετά γαλήνια θάλασσα… … Dictionary of Greek